- φινιτισμός
- ο, Ν(φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία που αρνείται την κατηγορία τού απείρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < finitism < αγγλ. finite (< λατ. finitus < ρ. finio «τελειώνω, ορίζω» < finis «τέλος, όρος») + κατάλ. -ism].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.